- θυμιχθείς
- θυμίζωtaste of thymeaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυμίζω — (I) (Μ θυμίζω) νεοελλ. μσν. (μτβ.) υπενθυμίζω, κάνω κάποιον να θυμηθεί μσν. μέσ. θυμίζομαι θυμάμαι («θυμίζετον τό κάλλος», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. και νεοελλ. τ. θυμίζω < αρχ. εν θυμίζω < εν + θυμίζω (< θυμός)]. (II) θυμίζω (Α)… … Dictionary of Greek